Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 250 εγγραφές  [0-20]


  • αγγειοπλαστική [ἀγγειοπλαστική] αγ-γει-ο-πλα-στι-κή ουσ. (θηλ.) 1. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. η τέχνη της κατασκευής διακοσμητικών ή χρηστικών (συνήθ. πήλινων) δοχείων και άλλων αντικειμένων: παραδοσιακή ~. Πβ. κεραμική. 2. ΙΑΤΡ. επέμβαση για τη διάνοιξη ή την αποκατάσταση αιμοφόρου αγγείου, συνήθ. αρτηρίας (κοινώς μπαλονάκι): διαδερμική/ενδοαυλική ~. ~ των καρωτίδων. ~ με τοποθέτηση νάρθηκα (στεντ). Με την ~ γεννήθηκε η επεμβατική καρδιολογία. Βλ. -πλαστική. [< 2: γαλλ. angioplastie, περ. 1960, αγγλ. angioplasty, περ. 1910, balloon angioplasty, 1979]
  • αγγειοπλαστικός , ή, ό [ἀγγειοπλαστικός] αγ-γει-ο-πλα-στι-κός επίθ. 1. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. που χρησιμοποιείται στην αγγειοπλαστική: ~ός: πηλός. 2. ΙΑΤΡ. που αναφέρεται στην αγγειοπλαστική: ~ές: επεμβάσεις. [< γαλλ. angioplastique ]
  • αερογραφία [ἀερογραφία] α-ε-ρο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. είδος ζωγραφικής με αερογράφο και συνεκδ. το αντίστοιχο καλλιτεχνικό δημιούργημα. Βλ. -γραφία. [< γαλλ. aérographie]
  • αισθητισμός [αἰσθητισμός] αι-σθη-τι-σμός ουσ. (αρσ.): ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. -ΛΟΓΟΤ. τάση που πρεσβεύει ότι κύριος σκοπός της τέχνης είναι η αισθητική απόλαυση (αυτονομία της τέχνης), θεωρώντας την ομορφιά ως το υπέρτατο αγαθό. Βλ. η τέχνη για την τέχνη, -ισμός. [< γαλλ. esthétisme, αγγλ. aestheticism]
  • ακαδημαϊσμός [ἀκαδημαϊσμός] α-κα-δη-μα-ϊ-σμός ουσ. (αρσ.): ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. καλλιτεχνική τάση που χαρακτηρίζεται από την προσήλωση σε κλασικά αισθητικά πρότυπα, σε παραδοσιακές τεχνοτροπίες· κατ' επέκτ. κάθε μορφή έλλειψης φαντασίας και πρωτοτυπίας: άγονος/αυστηρός/σχολαστικός/ψυχρός ~. ~ της αρχιτεκτονικής/τέχνης. [< γαλλ. académisme, αγγλ. academism, 1926]
  • ακίδα [ἀκίδα] α-κί-δα ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. αιχμηρό άκρο αντικειμένου και κατ' επέκτ. κάθε αιχμηρό εργαλείο ή βελόνα: ατσάλινη/διατρητική/μεταλλική/πλαστική ~. ~ αλεξικέραυνου/βέλους/ραπιδογράφου/σεισμογράφου. Τατουάζ με ~ες.|| (ΙΑΤΡ., εργαλείο για παρακεντήσεις:) Μετάδοση νοσημάτων από χρησιμοποιημένες ~ες.|| (παλαιότ.) Εκτυπωτής ~ων. Βλ. ίνκτζετ, λέιζερ.|| (ΚΑΛ. ΤΕΧΝ.) ~ για σχεδιασμό. 2. μικρό αιχμηρό κομμάτι από ξύλινη ή μεταλλική επιφάνεια: Τρυπήθηκα από αγκάθι ή ~. Μπήκε μια ~ στο δάχτυλό μου. Πβ. αγκίδα. ΣΥΝ. σκλήθρα (2) [< αρχ. ἀκίς, γαλλ. aiguille]
  • ακουαρέλα [ἀκουαρέλα] α-κου-α-ρέ-λα ουσ. (θηλ.) ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. 1. τεχνική ζωγραφικής ή σχεδιασμού που χρησιμοποιεί χρώματα διαλυμένα σε νερό και συνεκδ. ζωγραφικός πίνακας φιλοτεχνημένος με την αντίστοιχη τεχνική: μολύβι/μπλοκ/χαρτί ~ας.|| Αυθεντική ~. ΣΥΝ. υδατογραφία 2. νερομπογιά. 3. χαρτί για ζωγραφική με χρώματα που διαλύονται σε νερό: Τα σχέδια έγιναν σε ~. [< γαλλ. aquarelle]
  • ακουαρελίστας [ἀκουαρελίστας] α-κου-α-ρε-λί-στας ουσ. (αρσ.) {θηλ. ακουαρελίστα}: ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. ζωγράφος που χρησιμοποιεί χρώματα ακουαρέλας. Βλ. -ίστας. [< ιταλ. acquarellista]
  • άλως [ἅλως] ά-λως ουσ. (θηλ.) {γεν./αιτ. άλω} 1. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. φωτεινό περίβλημα γύρω από το κεφάλι των Αγίων. Πβ. δόξα, φωτοστέφανο (1) 2. ΜΕΤΕΩΡ. φωτεινός κύκλος γύρω από τον Ήλιο ή τη Σελήνη, που δημιουργείται από τη διάθλαση ή ανάκλαση του φωτός, όταν διέρχεται από τους παγοκρυστάλλους των ανώτερων νεφών: ηλιακή/σεληνιακή ~. Βλ. θυσανοστρώματα, στέμμα, στεφάνη. ΣΥΝ. φωτοστέφανο (2) 3. ΑΝΑΤ. σκουρόχρωμος δακτύλιος που περιβάλλει τη θηλή του μαστού: θηλαία ~. 4. ΙΑΤΡ. δακτύλιος που σχηματίζεται γύρω από τη θηλή του οπτικού νεύρου: γεροντική/γλαυκωματική ~. 5. ΦΩΤΟΓΡ. διάχυτο φωτεινό περίγραμμα σε μια φωτογραφία, γύρω από σημεία που είναι έντονα φωτισμένα. 6. ΑΣΤΡΟΝ. σφαιρική περιοχή γύρω από τον γαλαξιακό δίσκο, που αποτελείται από ηλικιωμένα αμυδρά άστρα και σκοτεινή ύλη. [< αρχ. ἅλως 'αλώνι, κυκλική περιοχή' 1,2,4,5,6: γαλλ.-αγγλ. halo 3: γαλλ. aréole]
  • άμορφος , η, ο [ἄμορφος] ά-μορ-φος επίθ. 1. (λόγ.) που δεν έχει συγκεκριμένη μορφή ή σχήμα: ~ος: όγκος/σωρός. ~η: κατάσταση/πέτρα/ύλη. ~ο: σύνολο. Ο τεχνίτης δίνει σχήμα στην ~η μάζα του πηλού. Πβ. αδιαμόρφωτος, ασχημάτιστος. Βλ. μορφοποιημένος, -μορφος. ΑΝΤ. έμμορφος 2. ΦΥΣ.-ΧΗΜ. που δεν έχει κρυσταλλική μορφή: ~ος: άνθρακας. ~η: σιλικόνη. ~ο: κράμα/μέταλλο/ορυκτό. ~α: ιζήματα/πολυμερή. ● ΣΥΜΠΛ.: άμορφη τέχνη: ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. ρεύμα της σύγχρονης ζωγραφικής που αντιδρά σε κάθε μορφή φορμαλισμού και αρνείται να αναπαραστήσει αναγνωρίσιμες μορφές. Πβ. αφηρημένος εξπρεσιονισμός. [< γαλλ. art informel] [< αρχ. ἄμορφος, γαλλ. amorphe, αγγλ. amorphus]
  • ανατομία [ἀνατομία] α-να-το-μί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΑΝΑΤ. (συχνά με κεφαλ. το αρχικό Α) επιστημονικός κλάδος που μελετά τη δομή και τη μορφολογία των έμβιων οργανισμών και το αντίστοιχο πανεπιστημιακό μάθημα· ειδικότ. η πρακτική της ανατομής και συνεκδ. η δομή οργάνου ή οργανισμού που μελετήθηκε ανατομικά: γενική/ειδική/κλινική/λειτουργική/μακροσκοπική/μικροσκοπική (βλ. ιστολογία)/συγκριτική/χειρουργική ~. Άτλαντας/μάθημα/στοιχεία ~ας. Φυσιολογία και ~. Βλ. νευρο~, παθολογο~, σπλαγχνο~.|| ~ πτωμάτων. Βλ. -τομή.|| ~ δερματικού ιστού/εγκεφάλου/ζώων/καρδιάς/φυτών. Απεικονιστική ανατομία του ανθρώπου. 2. (μτφ.) διεισδυτική και λεπτομερής ανάλυση, εξέταση: ~ της ψυχής του δράστη. Πβ. έρευνα.|| (ΚΑΛ. ΤΕΧΝ.) Καλλιτεχνική ~ (: μελέτη της εξωτερικής μορφής του σώματος με στόχο την απόδοσή του στη ζωγραφική ή τη γλυπτική). ΣΥΝ. ανατομή (2) ● ΣΥΜΠΛ.: τοπογραφική ανατομία: ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. που μελετά τις σχέσεις και συνδέσεις μεταξύ των οργάνων. [< γαλλ. anatomie topographique, αγγλ. topographic anatomy] , παθολογική ανατομική βλ. ανατομικός [< μτγν. ἀνατομία, γαλλ. anatomie, αγγλ. anatomy]
  • ανεικονικός , ή, ό [ἀνεικονικός] α-νει-κο-νι-κός επίθ. (επιστ.): που δεν χρησιμοποιεί εικόνες ως μέσο καλλιτεχνικής έκφρασης, διδασκαλίας, λατρείας: ~ή: διακόσμηση. ~ές: παραστάσεις/τοιχογραφίες.|| (ΚΑΛ. ΤΕΧΝ.) ~ή: ζωγραφική/τέχνη (: στην οποία απουσιάζουν οι ανθρώπινες μορφές, τα πρόσωπα). ΑΝΤ. εικονικός (3), εικονιστικός [< αγγλ. aniconic, γαλλ. aniconique]
  • ανθίβολα [ἀνθίβολα] αν-θί-βο-λα ουσ. (ουδ.) & ανθιβόλια (τα): ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. (κυρ. στη βυζαντινή ζωγραφική) σχέδια σε χαρτί για αντιγραφή και μεταφορά παραστάσεων από τοιχογραφίες ή εικόνες σε νέα έργα. Βλ. καρμπόν, ξεπατικωτούρα, πατρόν. [< μεσν. ανθιβόλιον]
  • αντιακαδημαϊκός , ή, ό [ἀντιακαδημαϊκός] α-ντι-α-κα-δη-μα-ϊ-κός επίθ. 1. που δεν ταιριάζει στο ακαδημαϊκό ήθος: ~ή: συμπεριφορά. Βλ. αντιεπιστημονικός. 2. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. που είναι αντίθετος προς τον ακαδημαϊσμό: ~ή: ζωγραφική/τεχνοτροπία. ~οί: καλλιτέχνες. [< γαλλ. antiacadémique, αγγλ. antiacademic]
  • αξία [ἀξία] α-ξί-α ουσ. (θηλ.) {αξι-ών} 1. σύνολο θετικών στοιχείων ή ιδιοτήτων που καθιστούν κάποιον ή κάτι σημαντικό, σπουδαίο, ικανό· (μεγάλη) σημασία, ικανότητα, χρησιμότητα: διατροφική/θρεπτική/καλλιτεχνική/κοινωνική/λογοτεχνική/χρηστική ~. Ανακάλυψη/έργο με μεγάλη (επιστημονική) ~. Ενθύμιο/φωτογραφία με συναισθηματική ~. Έγγραφο/εύρημα ιστορικής ~ας. Άνθρωπος ~ας (= επιπέδου, κλάσης, ποιότητας). Όταν αρρώστησε, κατάλαβε την ~ της υγείας. Η ~ της δημοκρατίας/ελευθερίας/φιλίας. Μετάλλιο στρατιωτικής ~ας Α'/Β'/Γ' τάξεως (: που απονέμεται σε όσους διακρίθηκαν σε πόλεμο ή προσφέρουν σημαντικές υπηρεσίες στην πατρίδα). Θα αποδείξω την ~ μου. Πβ. σπουδαιότητα. Βλ. απ~, αυτ~.|| Αυτό που έχει ~ να θυμόμαστε ... (= αξίζει, έχει σημασία). 2. ΟΙΚΟΝ. χρηματική συνήθ. αποτίμηση πράγματος, τιμή: αρχική/μεγάλη/μηδαμινή/μικρή/περιορισμένη/σημαντική/συνολική/υπολειμματική ~. ~ αντικατάστασης. Ανεβάζω/διπλασιάζω/εκτιμώ/ελαττώνω/καθορίζω/κατεβάζω/κοστολογώ/μειώνω/υπολογίζω την ~ ενός εμπορεύματος (πβ. κόστος). Αποκτά ~. Η ~ κυμαίνεται από ... έως/μέχρι ... ευρώ. Κόσμημα ~ας ... ευρώ. Ανάλυση (: για τον καθορισμό της τιμής προϊόντος βάσει των χαρακτηριστικών και του κόστους παραγωγής του)/μείωση (= υποτίμηση) ~ας. Αυξήθηκε η ~ της γης/των οικοπέδων (= ακρίβυναν). Η ~ του νομίσματος/του χρυσού. ~ της εργασίας (πβ. αμοιβή). Δείγμα/προϊόν χωρίς ~ (: που δίνεται ή αποστέλλεται δωρεάν για διαφημιστικούς λόγους). Αγαθά υψηλής/χαμηλής ~ας. Στο μουσείο εκτίθενται ευρήματα ανεκτίμητης/ανυπολόγιστης ~ας (= πολύτιμα). Βλ. υπερ~, υπο~. 3. ΓΛΩΣΣ. η λειτουργία ενός γλωσσικού στοιχείου σε συνάρτηση με τις συνταγματικές και παραδειγματικές σχέσεις με άλλα στοιχεία του συστήματος· ειδικότ. η σημασία που λαμβάνει μια λέξη σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον. 4. ΜΟΥΣ. διάρκεια ενός φθόγγου και το σχετικό σύμβολο (φθογγόσημο). 5. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. βαθμός διαύγειας ενός χρωματικού τόνου στη ζωγραφική και συνεκδ. ο ίδιος ο χρωματικός τόνος. ● αξίες (οι): αρχές και γενικότ. ό,τι αναγνωρίζεται από τον άνθρωπο ή/και την κοινωνία ως αληθές, ωραίο, ωφέλιμο ή σημαντικό: αιώνιες/ακατάλυτες/ανθρωπιστικές/διαχρονικές/ηθικές/θρησκευτικές/κοινωνικές/παναθρώπινες/παραδοσιακές/πνευματικές (ΑΝΤ. υλικές)/πολιτιστικές ~. Αμφισβήτηση/απουσία/άρνηση/έλλειψη/ιεράρχηση/κλίμακα/κρίση ~ών. Οι ~ ενός λαού. ~ και ιδανικά. (ΦΙΛΟΣ.) Θεωρία των ~ών (= αξιολογία). Σύστημα ~ών (= αξιακό σύστημα). Έχουμε τις ίδιες/κοινές ~. ● ΣΥΜΠΛ.: αξία επιχείρησης: ΟΙΚΟΝ. η συνολική της αξία (εγκαταστάσεις, ενσώματες και ασώματες ακινητοποιήσεις, ανθρώπινο δυναμικό, μετοχικό κεφάλαιο)., κινητές αξίες: ΟΙΚΟΝ. τίτλοι (μετοχές, ομόλογα, γραμμάτια) που αποδίδουν μεταβλητό ή σταθερό εισόδημα: ονομαστικές/ανώνυμες ~ ~. Επένδυση σε ~ ~. Εισηγμένες (στο χρηματιστήριο) ~ ~. [< γαλλ. valeurs mobilières ] , πραγματική/τρέχουσα αξία: ΟΙΚΟΝ. η αξία ενός περιουσιακού στοιχείου που προσαρμόζεται στις αλλαγές των τιμών (κυρ. του πληθωρισμού): ~ ~ ακινήτου/εταιρείας/μετοχών/πώλησης., Χρηματιστήριο Αξιών: ΟΙΚΟΝ. στο οποίο οι συναλλαγές έχουν ως αντικείμενο κινητές αξίες: Ο δείκτης/η τιμή των μετοχών στο ~ ~ Αθηνών ανέρχεται/κυμαίνεται ... [< αγγλ. stock exchange] , αγοραία αξία/τιμή βλ. αγοραίος, αγοραστική αξία βλ. αγοραστικός, ακαθάριστη αξία παραγωγής βλ. ακαθάριστος, αλυσίδα αξίας βλ. αλυσίδα, αναμενόμενη/προσδοκώμενη τιμή/αξία βλ. τιμή, ανταλλακτική αξία βλ. ανταλλακτικός, αντικειμενική αξία βλ. αντικειμενικός, θερμιδική/ενεργειακή αξία βλ. θερμιδικός, ονομαστική αξία βλ. ονομαστικός, προστιθέμενη αξία βλ. προστιθέμενος ● ΦΡ.: δίνω αξία: θεωρώ κάποιον ή κάτι σημαντικό, ασχολούμαι μαζί του, υπολογίζω (τη γνώμη του): Μη ~εις ~ στα λόγια της. Εγώ φταίω που σου έδωσα ~., με την αξία (μου/σου/του ...): επάξια, όχι χαριστικά: Ανέβηκε ψηλά χωρίς καμία βοήθεια, ~ ~ της., παρ' αξίαν (λόγ.): χωρίς να το αξίζει: ~ ~ ευνοημένοι., εγνωσμένης αξίας/εγνωσμένου κύρους βλ. εγνωσμένος [< αρχ. ἀξία, γαλλ. valeur, αγγλ. value]
  • αρ νουβό [ἀρ νουβό] αρ νου-βό ουσ. (θηλ.) {άκλ.}: ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. καλλιτεχνικό κίνημα και το αντίστοιχο στιλ που αναπτύχθηκε στην Ευρώπη στα τέλη του 19ου μέχρι τις αρχές του 20ού αι. και χαρακτηρίζεται από την υπερβολική χρήση διακοσμητικών στοιχείων που μιμούνται τη φύση: Κτίρια σε ρυθμό ~.|| (ως επίθ.) ~ αρχιτεκτονική. [< γαλλ. art nouveau, αγγλ. ~, 1908]
  • αρ ντεκό [ἀρ ντεκό] αρ ντε-κό ουσ. (θηλ.) {άκλ.}: ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. καλλιτεχνικό και διακοσμητικό στιλ που εμφανίστηκε τη δεκαετία του 1920 στη Γαλλία και χαρακτηρίζεται από γεωμετρικά μοτίβα, ευθύγραμμες μορφές, έντονα χρώματα καθώς και τη χρήση συνθετικών υλικών, όπως πλαστικό: (ως επίθ.) ~ κτίριο. [< γαλλ. art déco, 1925, αγγλ. art deco, 1966]
  • αραβούργημα [ἀραβούργημα] α-ρα-βούρ-γη-μα ουσ. (ουδ.) {αραβουργήμ-ατα} 1. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. διακοσμητικό σχέδιο, ζωγραφικό ή γλυπτό, το οποίο στηρίζεται στη συμμετρική επανάληψη φυτικών μοτίβων, γεωμετρικών σχημάτων ή/και γραμμάτων· συνεκδ. έργο φιλοτεχνημένο με αυτό τον τρόπο ή γενικότ. επηρεασμένο από την αραβική τεχνοτροπία: ανάγλυφα ~ατα. Τοίχοι διακοσμημένοι με περίτεχνα ~ατα.|| ~ατα εξαιρετικής λεπτότητας και τέχνης. 2. (κατ' επέκτ.) κάθε λεπτοδουλεμένο έργο τέχνης: διακοσμητικό/λογοτεχνικό ~. Μουσικά ~ατα (ΣΥΝ. αραμπέσκ). ~ από στοές και πέργκολες. Βλ. -ούργημα. [< γαλλ. arabesque]
  • αραμπέσκ [ἀραμπέσκ] α-ρα-μπέσκ ουσ. (θηλ.) {άκλ.} 1. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. στάση στο μπαλέτο στην οποία η στήριξη του χορευτή γίνεται στο ένα πόδι, ενώ το άλλο είναι σηκωμένο προς τα πίσω. 2. ΜΟΥΣ. {κ. ουδ.} μουσικό κομμάτι διανθισμένο με μελωδικά στοιχεία. [< γαλλ. arabesque]
  • αρκαδικός , ή, ό [ἀρκαδικός] αρ-κα-δι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με την Αρκαδία ή/και τους Αρκάδες. 2. ΛΟΓΟΤ. -ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. που αναφέρεται στον αρκαδισμό: το ~ό ιδεώδες. [< 1: μτγν. Ἀρκαδικός 2: γαλλ. arcadien, αγγλ. arcadian]

αγοραίος

αγοραίος, α, ο [ἀγοραῖος] α-γο-ραί-ος επίθ. 1. που σχετίζεται με την αγορά και την αγοραπωλησία: ~α: οικονομία/συνάρτηση προσφοράς (ή ζήτησης) ενός αγαθού. ~ο: εμπόρευμα/(τεκμαρτό) ενοίκιο/προϊόν. 2. (μτφ.) με όρους της αγοράς, χυδαίος: ~ος: ρητορισμός. ~α: γλώσσα/τέχνη. ~ες: εκφράσεις. ~οι: τρόποι. ~α: ήθη/κίνητρα. ● Ουσ.: αγοραίο (το): ταξί με έδρα επαρχιακή πόλη που μισθώνεται για μεταφορά επιβατών. Βλ. ταξίμετρο. ● ΣΥΜΠΛ.: αγοραία αξία/τιμή: ΟΙΚΟΝ. τρέχουσα αξία ενός αξιογράφου ή περιουσιακού στοιχείου, όπως προκύπτει από τον νόμο της προσφοράς και της ζήτησης: ~ ~ ακινήτου/επιχείρησης/μετοχών. ~ ~ ανά τ.µ. ΦΠΑ επί της ~ας ~ας. ΣΥΝ. αγοραστική αξία [< αγγλ. market value/price] , αγοραίος έρωτας/αγοραίο σεξ: πορνεία. [< 1: γαλλ. de marché, αγγλ. market- 2: αρχ. ἀγοραῖος]

αγοραστικός

αγοραστικός, ή, ό [ἀγοραστικός] α-γο-ρα-στι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την αγορά: ~ή: ευκαιρία/συμπεριφορά. ~ό: ενδιαφέρον/κίνητρο/κλίμα/κοινό/μερίδιο. ~ πυρετός παραμονές Χριστουγέννων. Αυξημένη/μειωμένη/πεσμένη/υποτονική ~ή κίνηση.|| (ΟΙΚΟΝ.) Δίνεται ασθενές/ισχυρό ~ό σήμα (: ένδειξη για αγορά μετοχών). ● ΣΥΜΠΛ.: αγοραστική αξία: ΟΙΚΟΝ. ανταλλακτική αξία: η ~ ~ του νομίσματος μιας χώρας/του χρήματος. Η ~ ~ του ακινήτου/της μετοχής/του µισθού/των προϊόντων. ΣΥΝ. αγοραία αξία/τιμή [< αγγλ. purchasing value] , αγοραστική δύναμη/ικανότητα: ΟΙΚΟΝ. τα αγαθά και οι υπηρεσίες που μπορούν να αγοραστούν με συγκεκριμένο χρηματικό ποσό, εισόδημα: Η ~ ~ του μέσου πολίτη. [< αγγλ. purchasing power/capacity] [< αρχ. ἀγοραστικός ‘εμπορικός’, αγγλ. purchasing]

ακαθάριστος

ακαθάριστος, η, ο [ἀκαθάριστος] α-κα-θά-ρι-στος επίθ. 1. που δεν έχει καθαριστεί ή δεν του έχουν αφαιρέσει ξένες, άχρηστες, περιττές ή επιβλαβείς ουσίες: ~ο: σπίτι/φίλτρο. ~α: ρούχα (= άπλυτα)/φρεάτια. ΣΥΝ. ακάθαρτος (2), βρόμικος (1) 2. που δεν έχει ξεφλουδιστεί: ~ο: καλαμπόκι/φρούτο. ~ες: πατάτες (ΑΝΤ. καθαρισμένες). ~α: κρεμμύδια. 3. (για χρηματικό ποσό) από το οποίο δεν έχει παρακρατηθεί φόρος ή άλλη εισφορά: ~ος: τζίρος. ~ες: αποδοχές (ΑΝΤ. καθαρές). Τα ~α έσοδα της επιχείρησης ανήλθαν σε ... ευρώ. ΣΥΝ. μικτός (1) ● επίρρ.: ακαθάριστα ● ΣΥΜΠΛ.: ακαθάριστη αξία παραγωγής: ΟΙΚΟΝ. η συνολική αξία των παραχθέντων προϊόντων και υπηρεσιών ενός κλάδου ή του συνόλου της οικονομίας σε μια ορισμένη χρονική περίοδο: βιομηχανική/ετήσια ~ ~. ~ ~ ανά απασχολούμενο. Συμμετοχή της αλιευτικής/δασικής παραγωγής στην ~ ~. [< αγγλ. gross value of production] , ακαθάριστη επένδυση: ΟΙΚΟΝ. το σύνολο του δαπανώμενου χρηματικού ποσού με στόχο την οικονομική ανάπτυξη συγκεκριμένων τομέων: ~ ~ πάγιου κεφαλαίου. Δημόσια/συνολική/χρηματοδοτούμενη ~ ~. ~ ~ σε κατασκευή/κτίριο/υλικά αγαθά. [< αγγλ. gross investment] , ακαθάριστο εισόδημα: ΟΙΚΟΝ. το σύνολο των νόμιμων χρηματικών και άλλων αποδοχών πριν από την αφαίρεση φόρου ή άλλης εισφοράς: ετήσιο/συνολικό/τρέχον/φορολογητέο ~ ~. ~ ~ (εμπορικών) επιχειρήσεων/εργαζομένων/οικογένειας., ακαθάριστος λογαριασμός: ΟΙΚΟΝ. χωρίς ακριβή καθορισμό του χρεωστικού ή πιστωτικού του υπολοίπου., ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) βλ. προϊόν, ακαθάριστο εθνικό προϊόν (ΑΕΠ) βλ. προϊόν, μικτό/ακαθάριστο βάρος βλ. μικτός, μικτό/ακαθάριστο κέρδος βλ. κέρδος, μικτός/ακαθάριστος μισθός βλ. μισθός [< μεσν. ακαθάριστος 3: αγγλ. gross]

αλυσίδα

αλυσίδα [ἁλυσίδα] α-λυ-σί-δα ουσ. (θηλ.) 1. σειρά κρίκων που είναι περασμένοι ο ένας μέσα από τον άλλο: αντικλεπτική/βαριά/μεταλλική/πλαστική/χοντρή ~. ~ άγκυρας/αλυσοπρίονου/σκύλου. ~ ασφαλείας. Κόβεται/σπάει η ~. Τον έδεσαν με ~. Έκλεισαν με λουκέτο και ~ την κεντρική πόρτα.|| (ως κόσμημα) Ασημένια/χρυσή ~. ~ χεριού. Μενταγιόν/σταυρός με ~. ~ ρολογιού. Tης κόπηκε η ~. Μια ~ κρεμόταν στο λαιμό της. Φορούσε μια ~ στον αστράγαλο/στο πόδι. Πβ. καδένα. 2. συνεχόμενοι μεταλλικοί κρίκοι ή/και οδοντωτοί τροχοί για μετάδοση κίνησης: ~ μοτοσικλέτας/ποδηλάτου. Καθαρίζω/λιπαίνω την ~.|| ~ εκκεντροφόρων. Κινηματική ~ βαλβίδων. ~ες για την αυτοκινητοβιομηχανία/τη χαλυβουργία. ~ες ανάρτησης/ανύψωσης/μεταφοράς. 3. (μτφ.) σειρά, ακολουθία, διαδοχή ομοειδών στοιχείων, ενεργειών, γεγονότων: αδιάσπαστη/βιολογική/εμπορική/εξελικτική/οικολογική ~. ~ διαβίβασης εντολών/διανομής/της ιεραρχίας/συναρμολόγησης. Σημαντικός κρίκος στην ~ της εξέλιξης. ~ εγκλημάτων/εκρήξεων/επιθέσεων/ερωτημάτων/παραλείψεων/προβλημάτων/συλλογισμών. ~ από κλοπές/λάθη/σκάνδαλα. Ορεινή ~ (βλ. οροσειρά).|| (ΓΛΩΣΣ.) ~ του λόγου (: κυρ. στον προφορικό λόγο, σειρά λέξεων που συνδέονται συντακτικά μεταξύ τους. Βλ. σύμπλοκο).|| (ΒΙΟΛ.) Κωδική ~ DNA. ~ αμινοξέων/του γονιδίου. Αναπνευστική/διακλαδιζόμενη/ευθύγραμμη/μοριακή/πολυπεπτιδική ~. (ΧΗΜ.) Ανοιχτή/κλειστή ~ ανθράκων. ~ μορίων γλυκόζης. ~ μεταφοράς ηλεκτρονίων. ~ από αντιδράσεις. (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ εντολών/κώδικα (πβ. ακολουθία, βλ. αλγόριθμος). (ΗΛΕΚΤΡ.) ~ από αντιστάσεις. (ΤΟΠΟΓΡ. παλαιότ.) Μετρική ~ (: για τη μέτρηση μήκους). (ΜΟΥΣ.) Αρμονική ~. 4. σειρά επιχειρήσεων που ανήκουν στον ίδιο οργανισμό, έχουν την ίδια επωνυμία και διαθέτουν τα ίδια περίπου προϊόντα: διεθνής/πολυεθνική ~. ~ αθλητικών ειδών/γραφείων/εστιατορίων/ξενοδοχείων/καταστημάτων. 5. (στο κέντημα) είδος βελονιάς. ● αλυσίδες (οι) (μτφ.): δεσμά: Του πέρασαν ~ (= χειροπέδες). Ο λαός έσπασε τις ~ της δουλείας/σκλαβιάς (= απελευθερώθηκε). Δεν κρατιέται ούτε με ~ (: είναι πολύ ορμητικός).|| Οι ~ της υποταγής. ● Υποκ.: αλυσιδάκι (το), αλυσιδίτσα & αλυσιδούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: αλυσίδα αξίας: ΟΙΚΟΝ. σχέση αλληλεξάρτησης και συνέργειας μεταξύ των κύριων δραστηριοτήτων μιας επιχείρησης, με την ανάλυση της οποίας προσδιορίζεται η συνεισφορά των δραστηριοτήτων αυτών στη συνολική απόδοση της επιχείρησης: ψηφιακές ~ες ~. ~ ~ ενός κλάδου/οργανισμού. ~ ~ στο διαδίκτυο/στις τηλεπικοινωνίες/στις υπηρεσίες υγείας. [< αγγλ. value chain] , αλυσίδα παραγωγής : ΟΙΚΟΝ. το σύνολο των διαφορετικών σταδίων για την παραγωγή, διάθεση και πώληση προϊόντος ή παροχής υπηρεσίας: ~ ~ μιας επιχείρησης/των εµπορευµατικών µεταφορών/τροφίμων/τσιμέντου. Πβ. γραμμή παραγωγής. [< αγγλ. chain of production] , ανθρώπινη αλυσίδα: σειρά ατόμων που ενώνουν τα χέρια ή πιάνονται αγκαζέ, συνήθ. ως ένδειξη ειρηνικής διαμαρτυρίας ή για την αποτελεσματικότερη επιτέλεση ενός έργου: ~ ~ αλληλεγγύης/ειρήνης. Διάσωση με ~ ~. Οι διαδηλωτές σχημάτισαν ~ ~ γύρω από ... [< αγγλ. human chain, 1908] , τροφική αλυσίδα & διατροφική αλυσίδα: ΟΙΚΟΛ. ιεραρχία οργανισμών σε ένα οικοσύστημα, όπου το μεγαλύτερο είδος τρέφεται με το μικρότερο: ανθρώπινη/ζωϊκή ~ ~. [< αγγλ. food chain, 1920, γαλλ. chaîne alimentaire] , αντιολισθητικές αλυσίδες βλ. αντιολισθητικός, εφοδιαστική αλυσίδα βλ. εφοδιαστικός, κωδική αλυσίδα βλ. κωδικός, πεπτιδική αλυσίδα βλ. πεπτιδικός ● ΦΡ.: πάει αλυσίδα (προφ.): για αλληλουχία γεγονότων: ~ ~ η δουλειά/το θέμα/το κακό/το πρά(γ)μα. [< μεσν. αλυσίδα, γαλλ. chaîne, αγγλ. chain]

ανατομικός

ανατομικός, ή, ό [ἀνατομικός] α-να-το-μι-κός επίθ. 1. ΑΝΑΤ. που σχετίζεται με την ανατομία: ~ή: ανωμαλία/δομή/εξέταση/μελέτη/περιγραφή. ~ές: λεπτομέρειες. ~ά: χαρακτηριστικά.|| (μτφ.) Τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης στο ~ό τραπέζι. 2. που είναι κατασκευασμένος σύμφωνα με την ανατομία του σκελετικού συστήματος, ώστε να προλαμβάνει ή να θεραπεύει ορθοπαιδικά προβλήματα: ~ός: σχεδιασμός. ~ή: λαβή. ~ό: στρώμα (πβ. ορθοπαιδικός). ~ά: παπούτσια. Σακίδιο με ~ή πλάτη. ● Ουσ.: ανατομική (η): (συνήθ. με κεφαλ. το αρχικό Α) ανατομία: λειτουργική/περιγραφική/χειρουργική ~. ● επίρρ.: ανατομικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: παθολογική ανατομική & παθολογική ανατομία: ΙΑΤΡ. παθολογοανατομία. [< 1: μτγν. ἀνατομικός 2: αγγλ. anatomical, γαλλ. anatomique]

ανταλλακτικός

ανταλλακτικός, ή, ό [ἀνταλλακτικός] α-νταλ-λα-κτι-κός επίθ. 1. ΤΕΧΝΟΛ. που προορίζεται για αντικατάσταση ομοειδούς αντικείμενου, εξαρτήματος: ~ός: κινητήρας/λαμπτήρας/σωλήνας. ~ή: βαλβίδα/λεπίδα/μύτη (μολυβιού)/ταινία/φιάλη. ~ό: κάλυμμα/κλειδί/φίλτρο. ~οί: τροχοί/φακοί. ~ές: μπαταρίες. Βλ. ανταλλακτικό. 2. ΟΙΚΟΝ. που σχετίζεται με την ανταλλαγή: ~ή: δραστηριότητα/οικονομία/σχέση. ~ό: εμπόριο (: χωρίς πληρωμή σε χρήμα, πβ. αντιπραγματισμός)/παζάρι. Εναλλακτικά/τοπικά ~ά συστήματα. ΑΝΤ. εγχρήματος ● ΣΥΜΠΛ.: ανταλλακτική αξία: ΟΙΚΟΝ. αυτή που προκύπτει από τη δυνατότητα ενός αγαθού να αγοραστεί και να πωληθεί: αξία χρήσης και ~ ~ προϊόντος.|| Κουπόνια ~ής ~ας. ΣΥΝ. αγοραστική αξία [< αγγλ. value in exchange]

αντιεπιστημονικός

αντιεπιστημονικός, ή, ό [ἀντιεπιστημονικός] α-ντι-ε-πι-στη-μο-νι-κός επίθ. & (σπανιότ.) αντεπιστημονικός: που αντιτίθεται στην επιστήμη ή δεν ακολουθεί τους νόμους της: ~ή: αντίληψη/μέθοδος. ~ό: συμπέρασμα. ~ές: θέσεις. ΑΝΤ. επιστημονικός ● επίρρ.: αντιεπιστημονικά [< αγγλ. anti-scientific, γαλλ. antiscientifique, ιταλ. antiscientifico]

αντικειμενικός

αντικειμενικός, ή, ό [ἀντικειμενικός] α-ντι-κει-με-νι-κός επίθ. 1. που βασίζεται στην ή συμφωνεί με την πραγματικότητα και κατ' επέκτ. αμερόληπτος: ~ός: σκοπός/στόχος (= βασικός, κύριος). Αδύνατον για ~ούς λόγους να ... Βάσει ~ών στοιχείων. Πβ. πραγματικός.|| ~ή: αντιμετώπιση/αξιολόγηση/κρίση/κριτική. Κρατώ/τηρώ ~ή στάση. (για πρόσ.) ~ός: δικαστής/παρατηρητής. Πβ. ανεπηρέαστος, απροκατάληπτος. ΑΝΤ. μεροληπτικός, προκατειλημμένος.|| (ΦΙΛΟΣ.) ~ή: αλήθεια (= αδιάσειστη, αναμφισβήτητη, απόλυτη). ΑΝΤ. υποκειμενικός (1) 2. που σχετίζεται με συγκεκριμένο αντικείμενο: ~ός: φακός (: που εστιάζει στο αντικείμενο).|| (ΓΡΑΜΜ.) Γενική/δοτική ~ή (: για δήλωση του αντικειμένου της ενέργειας). ● επίρρ.: αντικειμενικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: στη σημ.1. ● ΣΥΜΠΛ.: αντικειμενικά κριτήρια 1. που βασίζονται σε πραγματικά δεδομένα: Πλήρωση θέσεων με ~ ~. 2. ΟΙΚΟΝ. με βάση τα οποία προσδιορίζεται το εισόδημα προσώπων, ανεξάρτητα από τη φορολογική τους δήλωση: ~ ~ για ελεύθερους επαγγελματίες/μικρομεσαίους/επιτηδευματίες.|| ~ ~ ελαχίστου εισοδήματος., αντικειμενική αξία & αντικειμενική τιμή: ΟΙΚΟΝ. καθορισμός της αξίας ενός ακινήτου (από το Υπουργείο Οικονομικών) με βάση αυστηρώς προσδιορισμένα κριτήρια (περιοχή, παλαιότητα): ~ ~ αυτοκινήτου/γης/τετραγωνικού μέτρου. [< γαλλ. objectif]

-γραφία

-γραφία {-γραφιών} λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. σύνταξη κειμένων συγκεκριμένου είδους και συνεκδ. το σύνολό τους· κατάλογος έργων· κειμενικό είδος: δημοσιο~/ειδησεο~/επιφυλλιδο~. Αλληλο~/αρθρο~.|| Βιβλιο~/φιλμο~.|| Βιο~/διηγηματο~/ηθο~/ιστοριο~/πεζο~/χρονο~. 2. γνωστικό αντικείμενο, επιστήμη: γεω~/εθνο~/λαο~/λεξικο~/παλαιο~/πετρο~/στρωματο~/χαρτο~/ωκεανο~. 3. τρόπο γραφής: κακο~/καλλι~/ορθο~. Στενο~.|| (ΛΟΓΙΣΤ.) Απλο~/διπλο~.|| (ΙΑΤΡ.) Α~/δυσ~. 4. τεχνική ή τέχνη αποτύπωσης, εκτύπωσης και κατ' επέκτ. το ίδιο το δημιούργημα: ελαιο~/λιθο~/ξυλο~/υδατο~/χαλκο~. Ξηρο~/τυπο~/φωτο~. Σκηνο~.|| Γελοιο~/θαλασσο~/ιχνο~/προσωπο~/τοιχο~/τοπιο~. Χορο~.|| Αγιο~/εικονο~. 5. ιατρική εξέταση και ειδικότ. διαγνωστική απεικόνιση: αγγειο~ (πβ. -γράφημα)/αρτηριο~/μαστο~.

εγνωσμένος

εγνωσμένος, η, ο [ἐγνωσμένος] ε-γνω-σμέ-νος επίθ. (επίσ.): που είναι αναγνωρισμένος από όλους, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί: ~η: ευαισθησία/ικανότητα/προσφορά. ~ο: ήθος. Πβ. αδιαφιλονίκητος, γνωστός, διαπιστωμένος. ● ΦΡ.: εγνωσμένης αξίας/εγνωσμένου κύρους & αναγνωρισμένης αξίας/αναγνωρισμένου κύρους: με γόητρο, υπόληψη: αθλητής/επιχειρήσεις/σχολή ~ ~. Επιστήμονες εγνωσμένου κύρους. Πβ. κλάση. [< μτχ. παθ. παρακ. του ρ. γιγνώσκω]

ή

ή [ἤ] διαζευκτικός σύνδ. δηλωτικός 1. αντιδιαστολής δύο ή περισσότερων αντίθετων εννοιών, αυστηρής επιλογής της μιας από τις δύο, καθώς και οι δύο μαζί δεν μπορούν να συνυπάρξουν: αριστερά ~ δεξιά; Κρύο ~ ζέστη; Πρωί ~ βράδυ; Όμορφη ~ άσχημη; Χαρά ~ λύπη; Άσπρο ~ μαύρο;|| (με επανάληψη, για να δοθεί έμφαση στον α' όρο) ~ τώρα ~ ποτέ! ~ εγώ ~ κανένας!|| (προφ., με δυνατότητα παράλειψης ή αντικατάστασής του με το "και") Νέοι (~) γέροι, πλούσιοι (~) φτωχοί, όλοι ήταν μαζεμένοι!|| (δυσαρέσκεια, αγανάκτηση για τη συμπεριφορά κάποιου ή για μια κατάσταση) Φίλος είσαι (εσύ) ~ εχθρός; Άνθρωπος είναι (αυτός) ~ (κανένα) τέρας; Ζωή είναι αυτή ~ μαρτύριο; Δωμάτιο είναι αυτό ~ στάβλος;|| (σε ερωτήσεις) Θα έρθεις ~ δεν θα έρθεις/όχι; (διερεύνηση άποψης) Θα τα καταφέρουμε ~ το θεωρείς απίθανο; 2. διάκρισης δύο ή περισσότερων στοιχείων που παρουσιάζονται ως εναλλακτικές εκδοχές: Τι θα ήθελες; Φαγητό ~ γλυκό; Θα με εξυπηρετήσετε εσείς ~ κάποιος άλλος; Παίρνω ~ το λεωφορείο ~ το μετρό ~ το τραμ (: άλλες φορές, άλλοτε).|| (με επανάληψη) (εμφατ.) ~ θα κοιμάται ~ θα βλέπει τηλεόραση. (αδιαφορία ή αβεβαιότητα) Θα έρθω ~ αύριο ~ (: μπορεί και) μεθαύριο. (ο α' όρος είναι ανυπόστατος και έτσι δηλώνεται εμφατ. ότι ισχύει στην ουσία ο β') ~ είμαστε όλοι τρελοί ~ (πράγματι) κάτι δεν πάει καλά! ΣΥΝ. είτε.|| (σε ερώτηση, προς εξακρίβωση του λόγου για τον οποίο γίνεται κάτι) Γιατί δεν του μιλάς; Ντρέπεσαι ~ φοβάσαι; Τι έχεις; Είσαι άρρωστος ~ απλά κακοδιάθετος; 3. διαφορετικότητας· αλλιώς, σε αντίθετη περίπτωση: Μάθε να συζητάς ~ μην ασχολείσαι μαζί μου!|| (απειλητ.) ~ φεύγεις αυτή τη στιγμή ~ καλώ την Αστυνομία (= αν δεν φύγεις ..., θα καλέσω ...)! Πβ. διαφορετικά, ειδάλλως. 4. εναλλακτικής διατύπωσης, διόρθωσης, τροποποίησης (συνήθ. ακολουθούν οι λ. "μάλλον" ή "καλύτερα"): το ίντερνετ ~ διαδίκτυο (στα Ελληνικά). Δεν καταλαβαίνει ~ μάλλον δεν θέλει να καταλάβει. Πήγαινε να δεις τι κάνει! ~ άσε καλύτερα· πάω εγώ! 5. (προφ.) μεγέθους κατά προσέγγιση, αβεβαιότητας: (κάπου) δεκαπέντε ~ είκοσι κιλά. ● ΦΡ.: ή μήπως δηλώνει 1. ευγενική διατύπωση ερώτησης: Να σου ζητήσω κάτι ~ ~ σε βάζω σε κόπο; 2. πιθανή εκδοχή: Κοιμήθηκες καλά ~ ~ νυστάζεις ακόμα; Προτιμάς σινεμά ~ ~ (καλύτερα) θέατρο;|| (προς έκφρ. ενδιαφέροντος) Χόρτασες ~ ~ να σου φέρω και κάτι άλλο;|| (αβεβαιότητα) Ήταν πριν από δύο ~ ~ τρία χρόνια; 3. αγανάκτηση, δυσαρέσκεια· προκειμένου να εκφραστεί ότι δεν είναι δυνατόν να ισχύει σε καμία περίπτωση ο β΄όρος: Τι κάθεσαι και τεμπελιάζεις; ~ ~ περιμένεις από εμένα να κάνω τις δουλειές; (: δεν πρόκειται να τις κάνω).|| Είναι λογικό να φέρεται έτσι· ~ ~ ξέχασες τι πέρασε; (: θυμάσαι φυσικά)., ή ταν ή επί τας: ΙΣΤ. "ή αυτή ή πάνω σε αυτή", δηλ. "ή να επιστρέψεις με την ασπίδα ως νικητής ή να σε φέρουν επάνω της νεκρό", φρ. που έλεγαν οι Σπαρτιάτισσες στους γιους τους, όταν τους παρέδιδαν την ασπίδα, πριν αναχωρήσουν για τον πόλεμο· (μτφ.-λόγ.) προτροπή σε κάποιον να φέρει σε πέρας την αποστολή που του έχει ανατεθεί, χωρίς να δειλιάσει και να σκεφτεί το προσωπικό κόστος., αργά ή γρήγορα βλ. αργά, ή μικρός μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου βλ. καλογερεύω, ή όπως αλλιώς βλ. όπως, ή παπάς-παπάς ή ζευγάς-ζευγάς βλ. ζευγάς, ή στραβός είν' ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε βλ. γιαλός, ή του ύψους ή του βάθους βλ. ύψος, να ζει κανείς ή να μη ζει; βλ. ζω1, ναι ή ου; βλ. ου [< αρχ. ἤ]

θερμιδικός

θερμιδικός, ή, ό θερ-μι-δι-κός επίθ.: που είναι σχετικός με τις θερμίδες: ~ός: περιορισμός. ~ή: απόδοση (μιας τροφής)/απώλεια/κατανάλωση/πρόσληψη. ~ό: έλλειμμα/πλεόνασμα/φορτίο (μιας δίαιτας). Ημερήσιες ~ές ανάγκες/απαιτήσεις. Βλ. διατροφικός, θερμιδογόνος, θρεπτικός, ολιγο~. ● επίρρ.: θερμιδικά ● ΣΥΜΠΛ.: θερμιδική/ενεργειακή αξία: ποσότητα θερμίδων που περιέχεται σε τρόφιμα και ποτά: γεύμα υψηλής/χαμηλής ~ής ~ας. [< γαλλ. calorique, 1960]

θυσανοστρώματα

θυσανοστρώματα θυ-σα-νο-στρώ-μα-τα ουσ. (ουδ.) (τα): ΜΕΤΕΩΡ. κατηγορία ανωτέρων νεφών με τη μορφή διάφανου ινώδους ή ομοιόμορφου υπόλευκου πέπλου, τα οποία δημιουργούν συχνά ένα είδος φωτοστέφανου γύρω από τον ήλιο ή τη σελήνη. Βλ. μελανο-, υψι-στρώματα, στρωματο-, υψι-σωρείτες. [< γαλλ. cirrostratus]

ίνκτζετ

ίνκτζετ [ἴνκτζετ] ίνκ-τζετ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΤΕΧΝΟΛ. εκτυπωτής που λειτουργεί με ψεκασμό μελάνης. [< αγγλ. ink-jet, 1976]

-ίστας

-ίστας {θηλ. -ίστρια κ. -ίστα} επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν πρόσωπο και ειδικότ. 1. μουσικό: ακορντεον~/βιολ~/κιθαρ~/μπασ~/σαξοφων~. Πιαν~ κ. (θηλ.) πιαν-ίστρια/-ίστα. 2. άτομο με συγκεκριμένη ιδιότητα ή χαρακτηριστικό: νομπελ~. Τουρ~/χιουμορ~/χομπ~.|| (μειωτ.) Δημοσιοσχετ~/καριερ~/λομπ~. 3. επαγγελματία ή ερασιτέχνη: βολεϊμπολ~/γραφ~/πολ~. Κεραμ~ κ. (θηλ.) κεραμ-ίστρια.

καρμπόν

καρμπόν καρ-μπόν ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. πολύ λεπτό χαρτί επικαλυμμένο στη μια πλευρά με μελάνι, το οποίο τοποθετείται ανάμεσα σε δύο φύλλα για μεταφορά στο δεύτερο των στοιχείων που αναγράφονται στο πρώτο: μαύρο/μπλε ~. Βλ. αποτύπωση, ξεπατικωτούρα, τσιγαρόχαρτο. 2. (μτφ.-συχνά αρνητ. συνυποδ.) για να δηλωθεί μεγάλη ή απόλυτη ομοιότητα: (ως επίθ.) ~ απαντήσεις (= πανομοιότυπες, ακριβώς οι ίδιες). (Σαν σε) ~ επανάληψη της ιστορίας! Είναι ~ ίδιοι (: δίδυμοι, φτυστοί)! (ως παραθετικό σύνθ.) Γκολ/φάση-~. [< γαλλ. (papier) carbone]

ονομαστικός

ονομαστικός, ή, ό [ὀνομαστικός] ο-νο-μα-στι-κός επίθ. 1. που περιέχει ονόματα: ~ός: (τηλεφωνικός) κατάλογος. ~ή: κατάσταση (μαθητών)/λίστα (επιτυχόντων). Χρονολογικοί, θεματικοί και ~οί πίνακες. 2. ΟΙΚΟΝ. (συνήθ. για ποσό) που ισχύει επίσημα κατά την τρέχουσα χρονική περίοδο, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη πληθωριστικές πιέσεις, κρατήσεις, προσαυξήσεις, επιβαρύνσεις: ~ός: (φορολογικός) συντελεστής. ~ή: αμοιβή/(συναλλαγματική) ισοτιμία/σύγκλιση/τιμή. ~ό: ΑΕΠ/επιτόκιο/(μετοχικό) κεφάλαιο/κόστος (εργασίας). Αύξηση τόσο σε ~ούς όσο και σε πραγματικούς όρους. Πβ. τρέχων. 3. (για μέγεθος) μέγιστη απόδοση σε θεωρητικό επίπεδο, χωρίς να συνυπολογίζονται δευτερεύοντες παράγοντες που μπορεί να την επηρεάσουν· που ισχύει κατ' όνομα: ~ός: αριθμός (στροφών)/όγκος. ~ή: διάμετρος/ένταση/(θερμική) ισχύς/παροχή/ποσότητα. ~ό: βάρος/εύρος/πάχος/ρεύμα/φορτίο. ~ές: διαστάσεις. ~ή ταχύτητα λήψης δεδομένων. 4. που αναγράφει το όνομα του προσώπου για το οποίο εκδίδεται: (ΟΙΚΟΝ.) ~ός: τίτλος (ΑΝΤ. ανώνυμος). ~ές: μετοχές. ~ά: χρεόγραφα. || ~ά και αριθμημένα εισιτήρια.|| ~ή: αναφορά/επιστολή/καταγγελία/πρόσκληση. ● επίρρ.: ονομαστικά & (λόγ.) -ώς [ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ονομαστική αξία & ονομαστική τιμή, αξία στο άρτιο: ΟΙΚΟΝ. η αναγραφόμενη σε νόμισμα ή τίτλο αξία του, η οποία θεωρείται ότι ισχύει επίσημα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι και η πραγματική (δεδομένου του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης): ~ ~ γραμματίου/ομολόγου. [< αγγλ. nominal value] , ονομαστική εορτή & γιορτή: ημέρα κατά την οποία η Εκκλησία τιμά τη μνήμη Αγίου (ή Μάρτυρα ή Οσίου) και κατ' επέκτ. γιορτάζει κάθε άτομο που έχει το όνομά του: Πότε έχεις την ~ σου ~;, ονομαστική ψηφοφορία & ψηφοφορία με ονομαστική κλήση: (συνήθ. στη Βουλή) διαδικασία κατά την οποία κάθε βουλευτής εκφράζει την προτίμησή του με ναι, όχι ή παρών, όταν ακούσει να εκφωνείται (με αλφαβητική σειρά) το όνομά του από κατάλογο: μυστική/φανερή ~ ~. Πρόταση ~ής ~ας., ονομαστική κλήση βλ. κλήση, ονομαστική μετοχή βλ. μετοχή, ονομαστική πίεση βλ. πίεση, ονομαστικός μισθός βλ. μισθός [< αρχ. ὀνομαστικός, γαλλ. nominatif, nominal, πβ. γαλλ. onomastique, αγγλ. onomastic]

-ούργημα

-ούργημα {-ουργήματος | -ουργήματα, -ουργημάτων}: επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που χρησιμοποιούνται ως χαρακτηρισμοί κατασκευών, έργων: αριστ~/τερατ~.

-πλαστική

-πλαστική το ουσιαστικό πλαστική ως β' συνθετικό με αναφορά 1. σε τέχνη ή τεχνική μορφοποίησης μαλακής ύλης: αγγειο~/κηρο~.|| Zαχαρο~. 2. στην επανορθωτική, αισθητική χειρουργική: αρθρο~/βραχιονο~/ρινο~/ωτο~.

προστιθέμενος

προστιθέμενος, η, ο προ-στι-θέ-με-νος επίθ. (λόγ.): που προστίθεται σε κάτι άλλο: ~ο: όφελος. ~α: αρχεία.|| ~η: ποσότητα. ~ο: κόστος. Πβ. (επι)πρόσθετος. ● ΣΥΜΠΛ.: προστιθέμενη αξία: ΟΙΚΟΝ. η αξία που προστίθεται σε αγαθό σε κάθε στάδιο της παραγωγής του, ανεξάρτητα από το κόστος που απαιτείται για τη δημιουργία του: ακαθάριστη/εγχώρια/ευρωπαϊκή/καθαρή/υψηλή/χαμηλή ~ ~. ~ ~ προϊόντος/τομέα. ~ ~ ανά απασχολούμενο/εργαζόμενο. || (μτφ.) Η ~ ~ του πολιτισμού. [< αγγλ. added value, value added, 1935] , φόρος προστιθέμενης αξίας βλ. φόρος ● βλ. προσθέτω [< αρχ. προστιθέμενος]

τιμή

τιμή τι-μή ουσ. (θηλ.) 1. αγοραστική αξία αγαθού, χρηματικό αντίτιμο, κόστος: ανώτατη/ απίστευτη/αρχική/ειδική/εκπτωτική/ενιαία/προνομιακή/σταθερή/συμβολική ~. Ακριβές/αλμυρές/ανταγωνιστικές/ασυναγώνιστες/δίκαιες/ελεύθερες/εξευτελιστικές/εξωπραγματικές/λογικές/μοναδικές/προσιτές/τσιμπημένες/τσουχτερές ~ές. ~ ασφαλείας/διάθεσης/(εξ)αγοράς/ζήτησης/παρέμβασης (στα σιτηρά)/προσφοράς/πώλησης/χρέωσης. ~ μονάδας. Σχέση ~ής και ποιότητας. Διεθνής ~ πετρελαίου. Άνοδος στην ~ του χρυσού. ~ές εργοστασίου (: χωρίς το κέρδος του παραγωγού)/καταλόγου/λιανικής/χονδρικής. Αύξηση στις ~ές των διοδίων/τροφίμων. Αναγραφή/ανάλυση/διακύμανση/διαμόρφωση/έλεγχος/εναρμονισμός/εξομάλυνση/καθορισμός/μείωση/μεταβολή/προσαρμογή/πτώση/ρύθμιση/σύγκριση των ~ών. Βουτιά/έκρηξη/κατάρρευση/πάγωμα/ράλι των ~ών. Πολιτική ~ών. Άλμα/φρένο/φωτιά στις ~ές προϊόντων και υπηρεσιών. ~ές-σοκ. Στην ~ δεν συμπεριλαμβάνεται ο ΦΠΑ. Το πήρα σε ~ προσφοράς/στη μισή ~. Κερδίστε δύο εισιτήρια στην ~ του ενός. Μου έκανε καλή ~. Οι ~ές ανεβαίνουν/εκτινάσσονται στα ύψη/κυμαίνονται από ... έως ... ευρώ/σταθεροποιούνται/υποχωρούν. Ημερήσιο Δελτίο ~ών. Βλ. ανατίμηση. 2. καλή φήμη, υπόληψη: διαφύλαξη/προάσπιση της ~ής της πατρίδας. Έγκλημα/ζήτημα/θέμα ~ής. Είναι ανάγκη να ανακτηθεί/αποκατασταθεί η χαμένη ~ του (πβ. κύρος). Του έθιξε το αίσθημα της ~ής (πβ. αξιοπρέπεια, περηφάνια). Λόγοι ~ής με αναγκάζουν να παραιτηθώ. Προστατεύω/υπερασπίζω την ~ του ονόματός μου/την προσωπική μου ~. Σέβομαι/προσβάλλω/σπιλώνω την ~ κάποιου.|| Έπεσε στο πεδίο της ~ής (= στη μάχη).|| (παρωχ.) Παρθενία· συζυγική πίστη. 3. έκφραση εκτίμησης, σεβασμού, αναγνώρισης: εξαιρετική/ιδιαίτερη/ύψιστη ~. Εκδήλωση/μνημόσυνο ~ής. Μέρα μνήμης και ~ής. Τάγμα ~ής (: παράσημο της Ελληνικής Δημοκρατίας). Πρέσβης/πρόεδρος επί ~ (= επίτιμος). ~ και δόξα στους ήρωες! (Αποδίδουμε) ~ στους ευεργέτες/πεσόντες. Αισθάνομαι ιδιαίτερη /μεγάλη ~ και χαρά. Είναι ~ για μένα να ... Θα είναι μεγάλη μας ~ αν/να μας επισκεφθείτε. Μας έκανε/μου επιφύλαξε την ~ να ... ΑΝΤ. ατίμωση, προσβολή.|| -Θα με συνοδέψετε; -~ (: ευχαρίστησή) μου! Με ποιον έχω την ~ να ομιλώ; (ειρων.) Σε τι οφείλω την ~ της επίσκεψής σου; 4. (μτφ.) καμάρι, καύχημα: (για πρόσ.) Είναι η ~ της οικογένειας/ομάδας. Πβ. περηφάνια, στολίδι. ΑΝΤ. μαύρο πρόβατο 5. ΜΑΘ. κάθε δυνατός προσδιορισμός ενός μεταβλητού μεγέθους: αλγεβρική ~ (: με πρόσημο + ή -). ~ μεταβλητής/συνάρτησης. Η ~ του χ/ψ. Απόδειξη θεωρήματος για όλες τις ~ές του ν.|| (ΙΑΤΡ.) Αυξημένες/φυσιολογικές/χαμηλές ~ές βιοχημικών εξετάσεων. ~ές γλυκόζης.τιμές (οι): τιμητικές διακρίσεις ή εκδηλώσεις: αγήματα απόδοσης ~ών. Του έκαναν/πρόσφεραν ~. ~ και διακρίσεις. Τον υποδέχτηκαν με όλες τις δέουσες ~. Κηδεύτηκε με στρατιωτικές ~. [< γαλλ. honneurs ] ● ΣΥΜΠΛ.: ακαμψία τιμής: ΟΙΚΟΝ. κατάσταση κατά την οποία η τιμή των βιομηχανικών προϊόντων ή των πρώτων υλών δεν επηρεάζεται από τη γενικότερη οικονομική ύφεση ή την αύξηση του πληθωρισμού. [< αγγλ. price rigidity] , αναμενόμενη/προσδοκώμενη τιμή/αξία: ΟΙΚΟΝ. -ΣΤΑΤΙΣΤ. ο μέσος όρος των υποθετικών αξιών μιας τυχαίας μεταβλητής: αρνητική/θετική ~ ~. ~ ~ επένδυσης/μετοχής/προσφοράς. Αποτίμηση σε ~ ~. ΣΥΝ. μαθηματική ελπίδα (2) [< αγγλ. expected value, 1915] , ενεργός τιµή (συντομ. rms): ΗΛΕΚΤΡ. η σταθερή τιμή του ρεύματος που προκαλεί την ίδια κατανάλωση ισχύος σε μια αντίσταση (R) με ένα εναλλασσόμενο ρεύμα που έχει την ίδια τιμή: ~ ~ της τάσης του ηλεκτρικού πεδίου. [< αγγλ. effective value, root mean square (value)] , επίπεδο τιμών: ΟΙΚΟΝ. κόστος ζωής: γενικό/μεταβλητό/σταθερό/σχετικό/υψηλό ~ ~. Βλ. πληθωρισμός., εύρος τιμής: ΟΙΚΟΝ. η διαφορά μεταξύ της μέγιστης και της ελάχιστης τιμής της αξίας σε μια συγκεκριμένη συνεδρίαση του χρηματιστηρίου: δεσμευτικό/οριστικό ~ ~. ~ ~ διάθεσης δέκα έως δώδεκα ευρώ ανά μετοχή. Μείωση του ~ους ~. Το ~ ~ ορίστηκε μεταξύ τεσσάρων και πέντε ευρώ., κυρία (επί) των τιμών: γυναίκα στην ακολουθία βασίλισσας ή πριγκίπισσας: (συνήθ. ειρων.) Συμπεριφέρεται σαν ~ ~. [< αγγλ. lady of honour] , κώδικας τιμής: σύνολο ηθικών αξιών και κανόνων που προσδιορίζουν την ευυπόληπτη συμπεριφορά των μελών μιας κοινότητας: άγραφος ~ ~. [< γαλλ. code de l' honneur] , μέση τιμή (ν αριθμών): ΣΤΑΤΙΣΤ. το πηλίκο του αθροίσματος ν αριθμών με το πλήθος ν., ο λόγος της τιμής: προφορική διαβεβαίωση, υπόσχεση που βασίζεται στην αξιοπιστία κάποιου: Έχεις/σου δίνω το(ν) λόγο ~ μου. [< γαλλ. la parole d'honneur] , σταθερότητα των τιμών: ΟΙΚΟΝ. κατάσταση που χαρακτηρίζεται από τη συγκράτηση του πληθωρισμού σε χαμηλά επίπεδα: νομισματική πολιτική προσανατολισμένη στη ~ ~. ΑΝΤ. διακύμανση τιμών. [< αγγλ. price stability] , συγκράτηση τιμών: ΟΙΚΟΝ. η διατήρηση των τιμών σε σταθερά επίπεδα: μέτρα για πάταξη νοθείας και ~ ~ στα καύσιμα., τιμή κλεισίματος/εκκαθάρισης: ΟΙΚΟΝ. αντιπροσωπευτική τιμή του συναλλακτικού ενδιαφέροντος που αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίασης του Χρηματιστηρίου Αξιών, η οποία υπολογίζεται βάσει μεθόδου μετά το τέλος της συνεδρίασης: ημερήσια ~ ~. [< αγγλ. closing price/settlement price, 1928] , τρέχουσα τιμή: ΟΙΚΟΝ. η τιμή του υποκείμενου προϊόντος στην αγορά, η οποία ισχύει τη δεδομένη χρονική στιγμή., φιλική τιμή: συμφέρουσα τιμή: Το πουλάω στη ~ ~ των ... ευρώ. Θα σου κάνω ~ ~., χρέος τιμής: ηθική δέσμευση, υποχρέωση: ελάχιστο/υπέρτατο ~ ~ απέναντι σε κάποιον. Για μένα είναι ~ ~ και ιερό καθήκον να ... Θεωρώ ~ ~ να μιλήσω για ... [< αγγλ. debt of honour] , (Γενικός) Δείκτης Τιμών βλ. δείκτης, άκρες τιμές βλ. άκρος, αντικειμενική αξία βλ. αντικειμενικός, απόλυτη τιμή βλ. απόλυτος, δελτίο τιμών βλ. δελτίο, εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή/πληθωρισμός βλ. εναρμονισμένος, ενδεικτική τιμή βλ. ενδεικτικός, η Λεγεώνα της Τιμής βλ. λεγεώνα, πράσινη τιμή βλ. πράσινος, συμβόλαιο τιμής βλ. συμβόλαιο, τιμή αληθείας βλ. αλήθεια, τιμή αναφοράς βλ. αναφορά, τιμή ασφαλείας βλ. ασφάλεια, τιμή γνωριμίας βλ. γνωριμία, τιμή εκκίνησης βλ. εκκίνηση, τιμή κόστους βλ. κόστος, τίτλος τιμής βλ. τίτλος, φόρος τιμής βλ. φόρος ● ΦΡ.: για την τιμή των όπλων: για να μη χαθεί η αξιοπρέπεια, για την υπεράσπιση της υπόληψης: αγώνας/απεργία/συμβολική ενέργεια/συνάντηση (που γίνεται) ~ ~ (και μόνο). Βλ. για τα μάτια του κόσμου., η τιμή τιμή δεν έχει (και χαρά στον που την έχει) (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι η αξιοπρέπεια δεν εξαγοράζεται. [< γαλλ. l' honneur n' a pas de prix] , λαμβάνω/έχω την τιμή να ...: τυπική έκφραση ευγενείας του γραπτού και προφορικού λόγου: ~ ~ σας ανακοινώσω ότι .../σας παρουσιάσω τον ... Με την παρούσα επιστολή, ~ ~ απευθυνθώ σε εσάς για ένα ζήτημα υψίστης σημασίας. [< γαλλ. avoir l' honneur de ...] , με τιμή/μετά τιμής (επίσ.): στερεότυπη αποφώνηση επιστολής ή εγγράφου, που προηγείται της υπογραφής: Διατελώ ~ ~., προς τιμή(ν) κάποιου 1. με σκοπό να τιμηθεί κάποιος: ανέγερση μνημείου/γιορτή/δεξίωση/ημέρα/τελετή ~ ~ του ... Παρατέθηκε δείπνο ~ ~ των συνέδρων. 2. για να δηλωθεί ότι κάποιος είναι άξιος τιμής, επιβράβευσης: Είναι ~ ~ τους ότι παραδέχτηκαν το σφάλμα τους/σήκωσαν το βάρος της απόφασης. [< 1: γαλλ. en l'honneur de] , σε συμφέρουσα τιμή: σε τιμή που συμφέρει τον αγοραστή, συνήθ. χαμηλή: αυτοκίνητο ~ ~., σε τιμή λιώμα (αργκό): σε πολύ καλή τιμή, πολύ φτηνά: ~ ~ το νέο μοντέλο., (μέσα) στην τιμή βλ. μέσα, γκολ της τιμής βλ. γκολ, λόγω τιμής βλ. λόγος, περιποιεί/περιποιούν τιμή βλ. περιποιώ, σε τιμή ευκαιρίας βλ. ευκαιρία, τιμή μου και καμάρι μου βλ. καμάρι, τιμής ένεκεν βλ. ένεκεν, τσίμπησαν οι τιμές βλ. τσιμπώ, χτυπάει τις τιμές βλ. χτυπώ [< αρχ. τιμή, γαλλ. honneur 5: γαλλ. valeur]

-τομή

-τομή & -τομία: ΙΑΤΡ. β' συνθετικό όρων που δηλώνουν διάνοιξη τομής σε περιοχή του σώματος: τραχειο~.|| Λαπαρο-τομία. Βλ. -εκτομή.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.